κούφωμα

κούφωμα
Γενικός όρος που υποδηλώνει κάθε εξάρτημα, στοιχείο ή μηχανισμό, σταθερά προσαρμοσμένο στους τοίχους ενός κτιρίου –του οποίου αποτελεί διακοσμητικό ή προστατευτικό συμπλήρωμα– και είναι αυστηρά εναρμονισμένο με τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά του οικοδομήματος. Αν και ο όρος κ. χρησιμοποιείται συνήθως για τις εσωτερικές ή εξωτερικές πόρτες και τα παράθυρα, περιλαμβάνει ωστόσο και διάφορες σιδηρές κατασκευές, όπως κιγκλιδώματα, σιδεριές, τζαμαρίες κλπ. Στην πράξη, τα κ. των οικημάτων αποτελούνται, σχεδόν αποκλειστικά, από τις πόρτες και τα παράθυρα και έχουν διάφορες μορφές και κατασκευαστικά σχήματα, ανάλογα με τον προορισμό τους, που είναι: προφύλαξη ενός κλειστού χώρου από τις επιδράσεις του εξωτερικού περιβάλλοντος (καιρικές συνθήκες κλπ.), ασφαλής προστασία από εξωτερικές παραβιάσεις, διαχωρισμός και απομόνωση ενός χώρου από άλλον, διευκόλυνση ή παρεμπόδιση του αερισμού και του φωτισμού των χώρων, ορατότητα ή μη από έξω προς το εσωτερικό του κτιρίου ή αντίστροφα. Συχνά απαιτούνται δύο ή περισσότερες από αυτές τις ιδιότητες, οπότε το κ. αποτελείται από διάφορα τμήματα, καθένα από τα οποία έχει μορφή και σχήμα ανταποκρινόμενα στις επιμέρους ιδιότητες. Αυτό συμβαίνει, παραδείγματος χάριν, στα τζαμωτά παράθυρα με γρίλιες και εσωτερικά παραθυρόφυλλα ή στις προθήκες των καταστημάτων που συνδυάζονται με σιδερένια ρολά. Παλαιότερα τα κ. κατασκευάζονταν, σχεδόν αποκλειστικά, από ξύλο. Εξαίρεση αποτελούσαν περιπτώσεις με ειδικές απαιτήσεις, όπως οι κατασκευές μνημειακού χαρακτήρα (πλούσια μαρμάρινα κυκλικά παράθυρα και πολύχρωμα τζάμια, ορειχάλκινες θύρες εκκλησιών ή άλλων μνημείων). Επιπλέον το ξύλο συνδυάζει την εύκολη κατεργασία με το χαμηλό κόστος και την εύκολη χρήση. Ωστόσο παραμορφώνεται εύκολα με την επίδραση των ατμοσφαιρικών συνθηκών, είναι εύφλεκτο, δεν είναι ανθεκτικό στην υγρασία και απαιτεί μεγάλα πάχη πλαισίων, γεγονός που, ιδίως στα παράθυρα, περιορίζει αισθητά τη διαφανή επιφάνεια και κατά συνέπεια τον φωτισμό των χώρων. Για την κατασκευή κεντρικών εισόδων, εξωτερικών θυρών, εισόδων κατοικιών, και γενικά όπου απαιτείται ασφάλεια και αντοχή, χρησιμοποιούνται σκληρά ξύλα (λάριξ, πιτς-πάιν, δρυς, καστανιά, καρυδιά κλπ.). Αντίθετα, για τις εσωτερικές θύρες και τα παράθυρα ή τα εσωτερικά παραθυρόφυλλα χρησιμοποιούνται μαλακά ξύλα (έλατο, πεύκο, λεύκη). Υλικά όπως ο μορφοσίδηρος και ο χυτοσίδηρος χρησιμοποιούνται κυρίως στα κ. των βιομηχανικών κτιρίων, στις πόρτες και στις προθήκες καταστημάτων, ενώ στα αστικά κτίρια έχει επικρατήσει η χρήση ελαφρών μετάλλων (κράματα αλουμινίου). Τα υλικά αυτά απαιτούν πολύ μικρότερες διατομές από τα ξύλινα και δεν επηρεάζονται από τις καιρικές συνθήκες. Επίσης χρησιμοποιούνται και άλλα υλικά για κ., όπως το προκατασκευασμένο μπετόν αρμέ, μερικές πλαστικές ύλες και τέλος κ. εξ ολοκλήρου κατασκευασμένα από γυαλί ικανού πάχους. Θερμομονωτικό και ηχομονωτικό κούφωμα παραθύρου· περιλαμβάνει δύο τζάμια που διαχωρίζονται από ένα στρώμα ξηρού αέρα.
* * *
το [κουφώνω]
1. κοίλωμα, κουφάλα
2. το κενό μέρος τού τοίχου που προορίζεται για εγκατάσταση πόρτας ή παραθύρου
3. ξύλινο φύλλο πόρτας, παραθύρου ή ντουλαπιού, καθώς και το πλαίσιό του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κούφωμα — το, ατος 1. κουφάλα, κοίλωμα. 2. το κενό του τοίχου που προορίζεται για πόρτα ή παράθυρο. 3. ξύλινο θυρόφυλλο ή παραθυρόφυλλο με το πλαίσιό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θυρωτός — θυρωτός, ή, όν (Α) [θύρα] αυτός που έχει θύρα ή άνοιγμα το ουδ. ως ουσ. το θυρωτόν α) άνοιγμα για θύρα β. κούφωμα …   Dictionary of Greek

  • θύρωμα — το (Α θύρωμα) [θυρώ] το πλαίσιο θύρας ή παραθύρου, το περβάζι, το κούφωμα νεοελλ. τα ανοίγματα που αφήνονται στην οικοδομή και χρησιμοποιούνται για εντοίχιση τών θυρών αρχ. 1. επιφάνεια μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή ξύλο την οποία… …   Dictionary of Greek

  • κοίλωμα — το (AM κοίλωμα, Μ και κοίλωμαν) [κοιλώ] 1. βαθούλωμα, κούφωμα («κοίλωμα βράχου») 2. χαμηλός τόπος, κοιλάδα, λάκκωμα νεοελλ. (εμβρυολ. ζωολ.) κοιλότητα μεταξύ τού πεπτικού αγωγού και τού σωματικού τοιχώματος τού ζώου που σχηματίζεται μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • κρεβάτι — Έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος. Το κ. αποτελείται από ένα μεταλλικό ή ξύλινο πλαίσιο, στηριζόμενο συνήθως σε τέσσερα πόδια, στο οποίο προσαρμόζεται ένα πλέγμα (σούστα) –μεταλλικό κατά κύριο λόγο– που αποτελεί και τη βάση του… …   Dictionary of Greek

  • μπαστούνι — Λέγεται και ραβδί (ράβδος). Κλαδί κομμένο κατά τρόπο ώστε να χρησιμεύει για υποστήριγμα στο βάδισμα και ως μέσον επίθεσης ή άμυνας. Σε παλαιότατες εποχές το μ., χοντροκομμένο, αποτελούσε όπλο. Αργότερα, διαφορετικά διαμορφωμένο, πήρε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • παράθυρο — το 1. το άνοιγμα στους τοίχους κτηρίου το οποίο χρησιμεύει στον φωτισμό και αερισμό τού εσωτερικού του 2. ο ανάλογος οπλισμός τού ανοίγματος αυτού, το κούφωμα 3. παραθυρόφυλλο 4. πλάγια ενέργεια, χρησιμοποίηση μη νόμιμου μέσου για την επίτευξη… …   Dictionary of Greek

  • περίθυρον — τὸ, Α το σανιδένιο πλαίσιο τής θύρας, το κούφωμα, η κάσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θύρα] …   Dictionary of Greek

  • ροκάιγ — (rocaille). Ονομασία η οποία δίνεται στη Γαλλία σε έργα αγροτικού ρυθμού, κυρίως λουτήρες, συντριβάνια και τεχνητούς βράχους με κούφωμα στο εσωτερικό. Η λέξη προέρχεται από την επίσης γαλλική λέξη roc, που σημαίνει βράχος. Το υλικό των ρ.… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”